- ανεκπαίδευτος
- -η, -οεκείνος που δεν έχει εκπαιδευθεί, ακατάρτιστος.[ΕΤΥΜΟΛ. < εκπαιδεύω. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις από τον Στέφανο Ξένο, λόγιο καί πεζογράφο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ασπούδαστος — ασπούδαστος, η, ο και ασπούδαχτος, η, ο αυτός που δε σπούδασε κανονικά, ο ανεκπαίδευτος: Ασπούδαχτος αυτός, έβαζε κάτω σπουδαγμένους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)